- συγγενώς
- Αεπίρρ. βλ. συγγενής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
συγγενῶς — συγγενής congenital adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ξυγγενῶς — συγγενῶς , συγγενής congenital adverbial (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συγγενής — ές, ΝΜΑ, θηλ. και συγγένισσα Ν, θηλ. και συγγενίς, ίδος, Α 1. αυτός που κατάγεται από το ίδιο γένος, που έχει δεσμούς συγγένειας με κάποιον (α. «είναι μακρινός μου συγγενής» β. «καὶ ὅτι αὐτῷ μοι συγγενής ἐστι ὁ παῑς», Ηρόδ.) 2. αυτός που υπάρχει… … Dictionary of Greek